Τύρανν'

Τύρανν'
Τύραννε , Τύραννος
an absolute ruler
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τύρανν' — τύραννα , τύραννος an absolute ruler neut nom/voc/acc pl τύραννε , τύραννος an absolute ruler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη …   Dictionary of Greek

  • σατραπίς — ίδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με το ναῡς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα ίς (πρβλ. τυρανν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • υπαλληλίσκος — ο, Ν 1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος 2. υπάλληλος μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τυρανν ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”